- εισοπτρίζω
- εἰσοπτρίζω (Α)1. καθρεφτίζω2. μέσ. -ομαιαναπολώ, βλέπω με το μυαλό μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσοπτρίζεσθαι — εἰσοπτρίζω reflect like a glass pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)